ὀρφανίας

ὀρφανίας
ὀρφανίᾱς , ὀρφανία
orphanhood
fem acc pl
ὀρφανίᾱς , ὀρφανία
orphanhood
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ορφανοδικασταί — ὀρφανοδικασταί και, κατά κρητ. προφ., ὀρπανοδικασταί, οἱ (Α) δικαστές που αναλάμβαναν υποθέσεις ορφανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + δικασταί] …   Dictionary of Greek

  • ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”